Η δολοφονία της Μπουμπουλίνας
29 Νοεμβρίου, 2017 από Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Η δολοφονία της Μπουμπουλίνας – Σπέτσες 22 Μαΐου 1825
Ο γιος της, Γεώργιος Γιάννουζας, απήγαγε την Ευγενία Κούτση. Οι γονείς αντιδρούν, ζητούν εκδίκηση. Αντί του απαγωγέα πυροβολούν τη μητέρα του. Ο δράστης συλλαμβάνεται αλλά δίκη δεν έγινε ποτέ.
Δύο άγρια φονικά συνέβησαν στις Σπέτσες, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Οι φόνοι απλών ανθρώπων στο ηρωικό και πολυάνθρωπο νησί (8.000 οι κάτοικοί του), ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της Επανάστασης, όπου τα ήθη είχαν εξαχρειωθεί, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, όπως μας πληροφορεί και ο Δημ. Βικέλας διά στόματος του Λουκή Λάρα (ψευδώνυμο πραγματικού, «υποκρυπτόμενου», πρόσφυγα από τη Χίο), ήρωα του ομώνυμου μυθιστορήματός του. «Τις εσκέπτετο περί αστυνομίας, τις περί δικαστηρίων τότε; Απέναντι τοσαύτης αιματοχυσίας και της ζωής η αξία είχεν εκπέσει εις την κοινήν εκτίμησιν. Μίαν ημέραν εφονεύθη ενώπιόν μου εις την αγοράν εις Ραγουζαίος κατά συνέπειαν λογομαχίας μετά των αγοραστών του ως προς την εκλογήν σαρδελλών, τας οποίας επώλει». (σελ. 106, στις Εκδόσεις Γαλαξία, 1962). Εδώ όμως πρόκειται για τη θανάτωση δύο επώνυμων ανθρώπων, μιας γυναίκας και ενός άντρα, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και του Ανάργυρου Λεμπέση, που είχαν διαπρέψει στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.
Η δολοφονία της Μπουμπουλίνας
Τα αίτια της δολοφονίας της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας είναι ξεκαθαρισμένα. Για την καταγωγή, τον χαρακτήρα της, τη συζυγική και οικογενειακή ζωή της, την επαναστατική δράση της και τον θάνατό της, δες το σχετικό μελέτημά μας «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχ. 308. Και τα ξεκαθάρισε για λογαριασμό μας όχι μονάχα η ζωντανή, διά στόματος, παράδοση του νησιού, αλλά και η αξιόπιστη βιογράφος της Μπουμπουλίνας Σωτηρία Αλιμπέρτη στο βιβλίο της Αι Ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ο γιος της Γεώργιος, από τον πρώτο γάμο της με τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημ. Γιάννουζα, αγαπούσε την Ευγενία (ή Ευγενική), την πιο νέα από τις κόρες του καραβοκύρη και πρόκριτου του νησιού Χριστόδουλου I. Κούτση. Την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί. Αλλά και η Ευγενία, παρά το γεγονός ότι ήταν μνηστευμένη (η εκδοχή ότι είχε μνηστευθεί τον Παν. Χατζηγιάννη Μέξη δεν πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ο εικοσιπεντάχρονος τότε Παναγιώτης ήταν περιζήτητος γαμπρός), δεν έμενε ασυγκίνητη μπροστά στη λεβεντιά του τριαντάχρονου γιου της Μπουμπουλίνας. Οι γονείς όμως της Ευγενίας δεν συγκατένευαν στον γάμο της κόρης τους με τον Γεώργιο Δημ. Γιάννουζα. Είχαν δώσει αλλού τον λόγο τους. Η σθεναρή αντίδραση των γονιών ανάγκασε τους δυο ερωτευμένους νέους να κλεφτούν και να καταφύγουν στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή (Κόστα) και όχι στο σπίτι της Κουνουπίτσας, κληρονομιά της ηρωίδας από τον πρώτο άντρα της, όπως πίστευαν οι Κουτσαίοι.
Προτού προχωρήσουμε στα της δολοφονίας, ας διευκρινίσουμε τις συγγενικές σχέσεις της Μπουμπουλίνας με τις πολύκλαδες οικογένειες των Κούτσηδων και των Μέξηδων. Κατ’ αρχήν η ηρωίδα είχε συμπεθεριάσει με την οικογένεια Γ. Κούτση. Η κόρη της από τον γάμο της με τον Δημ. Μπούμπουλη, Σκεύω, είχε παντρευτεί τον Νικόλαο Γεωργάκη I. Κούτση, ανιψιό του Χριστόδουλου I. Κούτση. Αλλά και ένας από τους ετεροθαλείς αδελφούς της [η μητέρα της Μπουμπουλίνας Σκεύω, χήρα του Υδραίου Σταυριανού Πινότση, είχε παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο (1776), τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημ. Λαζάρου ή Ορλώφ και είχε αποκτήσει απ’ αυτόν έξι γιους, τον Αντώνιο, τον Μανώλη, τον Θεοδόσιο (ή Θεόδωρο), τον Νικόλαο, τον Γεώργιο και τον Αθανάσιο, και δύο κόρες, τη Μαρία (ή Μάρω) και την Ελένη, σύζυγο Γ. Λάμπρου], ο Μανώλης Δ. Ορλώφ, επονομαζόμενος Κακομανώλης, είχε παντρευτεί την αδελφή της Ευγενίας Δέσποινα.
Η συγγένειά της τώρα με τον Χατζηγιάννη Μέξη και την πολύτεκνη οικογένειά του. Η κόρη της, από τον πρώτο γάμο της, Μάρω, είχε παντρευτεί τον Νικόλαο Χατζηγιάννη Μέξη, μετέπειτα γερουσιαστή, και η ετεροθαλής αδελφή της Μάρω θα παντρευτεί αρκετά χρόνια μετά τον άδοξο θάνατό της τον τριτότοκο γιο του Χατζηγιάννη Μέξη τον Παναγιώτη (1800-1885). Ας σημειωθεί ακόμη ότι ο ανιψιός του Χριστόδουλου I. Κούτση Ιωάννης Γεωργάκη I. Κούτση είχε νυμφευθεί την κόρη του Χατζηγιάννη Μέξη Αικατερίνη.
Ας αναφερθεί τέλος ότι οι σχέσεις της Μπουμπουλίνας με την οικογένεια Γεωργάκη I. Κούτση ήσαν φιλικότατες, με εκείνη του Χριστόδουλου I. Κούτση μάλλον καλές ως την ημέρα της απαγωγής, όπου τα συναισθήματά τους άλλαξαν ριζικά, και με τον «κρουσκ» (δηλ. συμπέθερο) Χατζηγιάννη Μέξη άριστες. Η πολυπράγμων μάλιστα ηρωίδα συχνά τον πίεζε να συμβάλει με τα αξιώματά του στην εκδίωξη από το νησί της άλλης οικονομικά ισχυρής οικογένειας των Σπετσών, των Μποτασαίων («Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχ. 339-Σεπτέμβριος 1996).
Στόχος ο απαγωγέας, αλλά…
Ο βασικός βέβαια λόγος που κίνησε την οικογένεια Χριστ. I. Κούτση κατά της Μπουμπουλίνας ήταν κοινωνικός και ηθικός, με την πιο στενή όμως έννοια της λέξης. Η τιμή της οικογένειας είχε τρωθεί. Η απαγωγή μιας κόρης και μάλιστα μνηστευμένης ή, έστω, λογοδοσμένης, ήταν βαρύ για την εποχή εκείνη κοινωνικό και ηθικό παράπτωμα και έπρεπε να τιμωρηθεί. Οι Κούτσηδες και οι περί αυτούς, όταν ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας ήταν αποφασισμένοι, όχι μονάχα να πάρουν πίσω την Ευγενία αλλά και να τιμωρήσουν τον δράστη της απαγωγής. Αντ’ αυτού βρέθηκε στον δρόμο τους η μητέρα του, για την οποία πίστευαν ακράδαντα, επειδή ήξεραν τον χαρακτήρα της, ότι αυτή κρυβόταν πίσω από την απαγωγή, η οποία ωστόσο, κατά τον Χατζηαναργύρου, είχε γίνει «εν αγνοία αυτής και των συγγενών του». Παράλληλα ήθελαν να κάνουν επίδειξη οικογενειακής ισχύος. Δεν ξεκίνησε μονάχα ο «πληγωμένος» πατέρας αλλά ολόκληρη η οικογενειακή «αρμάδα», ο ίδιος ο Χριστόδουλος I. Κούτσης, οι γιοι του Ιωάννης και Δημήτριος, ο γαμβρός του Εμμ. Δημ. Λαζάρου (κατ’ άλλους γαμβρός του Χριστ. I. Κούτση ήταν ο Θεοδόσης) και άλλοι «πολλοί άνθρωποί τους οπλοφορούντες», κατά τη Σωτηρία Αλιμπέρτη. Είχε προηγηθεί συγγενικός όρκος ότι ο δράστης της απαγωγής έπρεπε να τιμωρηθεί.
Η Μπουμπουλίνα τον Μάιο του 1825 δεν βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της δημοτικότητάς της. Η «Μεγάλη Κυρά» του 1821-1822 τώρα ήταν μια συκοφαντημένη από τους πολιτικούς αντιπάλους του συμπέθερού της Θεόδωρου Κολοκοτρώνη γυναίκα, είχε χάσει στον εμφύλιο του 1824-25 το μεγάλο της στήριγμα, τον άντρα της κόρης της Ελένης Πάνο Θ. Κολοκοτρώνη που ήταν φρούραρχος του Ναυπλίου, και είχε επιστρέφει στο νησί πικραμένη και αποκαρδιωμένη. Και σ’ αυτά όλα θα πρέπει να προστεθεί και το γενικότερο κλίμα αποθάρρυνσης, αβεβαιότητας και αναταραχής που επικρατούσε στο νησί, ο μικροπανικός από τον οποίο είχαν καταλειφθεί οι κάτοικοί του, εξαιτίας και της εμφάνισης του πολυκάραβου αιγυπτιακού στόλου και της απόβασης πολυάριθμου αιγυπτιακού στρατού στη Νότια Πελοπόννησο κ.λπ. Πάντως, το βασικό ενδόσιμο για τον φόνο, ο οποίος δεν ήταν προγραμματισμένος, παρέμενε η οργή από τη βαριά προσβολή που είχε υποστεί η οικογένεια Χριστ. I. Κούτση μετά την απαγωγή.
Είναι δειλινό προς νύκτα της 22ας Μαΐου του 1825. Οι Κουτσαίοι κινούν από την περιοχή της Ευαγγελίστριας που είναι το σπίτι τους προς την περιοχή του Αγίου Αντωνίου (σημερινή Τάπια) που βρίσκεται το κυρίως σπίτι της Μπουμπουλίνας (κληρονομιά από τον δεύτερο άντρα της, τον Δημ. Μπούμπουλη), διαπιστώνουν ότι δεν είναι εκεί, απόδειξη ότι δεν αισθάνεται ένοχη για την απαγωγή, δεν κρύβεται στο πιο ασφαλές σπίτι της Τάπιας και δεν αλλάζει τις συνήθειές της να επισκέπτεται το «εξοχικό» της. Έπειτα, ανυπόμονοι και οργισμένοι, οδεύουν προς το σπίτι της Κουνουπίτσας (περιοχή Σταυρού). Με το φτάσιμο έχει πέσει κιόλας το πρώτο σκοτάδι. Συγγενείς και υποστατικοί περικυκλώνουν το σπίτι με τους μεγάλους κήπους και τις υψηλές πέτρινες μάντρες για να μην το σκάσει το ζεύγος των απαχθέντων. Κάποιοι μπαίνουν στον βορινό κήπο βρίσκοντας κατά πάσα πιθανότητα την πόρτα ξεκλείδωτη (η Μπουμπουλίνα ήταν θαρραλέα, ανδρόφρων γυναίκα, δεν συνήθιζε να κλειδαμπαρώνεται και μάλιστα με το λυκόφως), ή την παραβιάζουν. Πρώτος την καλεί ο ετεροθαλής αδελφός της, προσφωνώντας την με το μικρό της όνομα «Βασκαρίνα! Βασκαρίνα!» (οι Σπετσιώτες το Λασκαρίνα το πρόφεραν Βασκαρίνα). Αυτή, ακούγοντας το κάλεσμα και τη γενικότερη οχλοβοή, ενοχλημένη προφανώς, εγκαταλείπει το καθιστικό ή την κουζίνα, όπου πιθανότατα βρισκόταν την ώρα εκείνη, διασχίζει τις δυο κρεβατοκάμαρες και φτάνει ως το ακραίο αριστερό παράθυρο της βορινής πλευράς που λόγω της ανοιξιάτικης ζέστης πρέπει να ήταν ανοιχτό. Ο τοίχος κάτω από το παράθυρο είναι παχύς, όπως όλων των παλιών σπετσιώτικων σπιτιών, και αναγκάζεται να σκύψει λίγο, για να βλέπει και να ακούει καλύτερα, στηρίζοντας τα χέρια της στο περβάζι. Ο ετεροθαλής αδελφός της και οι Κουτσαίοι της ζητούν να τους παραδώσει τους απαχθέντες. Εκείνη τους απαντάει με τραχύ ύφος και σε αψιά γλώσσα, χρησιμοποιώντας ένα μίγμα ελληνικής και αρβανίτικης ντοπιολαλιάς. Η Μπουμπουλίνα δεν μιλούσε με ευφράδεια τα αρβανίτικα, γιατί δεν ήταν η μητρική της γλώσσα, αφού, όπως απέδειξαν νεώτερες έρευνες από τον ερευνητή της ιστορίας των Κοκκίνηδων κ. Αντώνιο Κοκκίνη, ούτε οι Κοκκίνηδες ούτε οι Πινότσηδες ήταν αλβανικής καταγωγής – ό,τι γνώριζε, το είχε μάθει κοντά στον πρώτο άντρα της και συναναστρεφόμενη τους αρβανιτόφωνους κατοίκους του νησιού. Τους είπε ότι ο Γιώργος με την Ευγενία δεν κρύβονται στο σπίτι. Της ζητούν εξηγήσεις, της επιρρίπτουν ευθύνες. Εκείνη θυμώνει – είναι γνωστό το πόσο οξύθυμη ήταν – σχεδόν τους υβρίζει. Σίγουρα τους ειρωνεύεται. Η παράδοση διέσωσε δύο φράσεις της που είναι πολύ πιθανό να βγήκαν από το στόμα της. Η πρώτη: «Σας τα ’λεγα εγώ και έπρεπε να μ’ ακούσετε, νάνι γιεμ κρουσκ, δηλ. τώρα είμαστε συμπέθεροι». Και η άλλη η πιο ενοχοποιητική: «Αστ ι ντούαμε, εδέ αστ εντρέκεμι, νάνι τσι ντούε κα μένα», δηλαδή «έτσι το θέλαμε, έτσι το φτιάξαμε, τώρα τι θέλεις από μένα» (το τελευταίο ειπώθηκε προς τον αδελφό της). Με τα λόγια της η Μπουμπουλίνα επιβεβαιώνει τις υποψίες τους. Είναι ηθική αυτουργός στο «έγκλημα» της απαγωγής.
Μια πιστολιά στο μάτι
Όσο κρατάει ο μικρός διάλογος με τον ετεροθαλή αδελφό της, αυτοί που μπήκαν στην αυλή έχουν πλησιάσει κάτω από το μισοφωτισμένο παράθυρο. Φωνασκούν, διαμαρτύρονται. Και κάποιος σηκώνει την πιστόλα του και πυροβολεί. Η ηρωίδα, έτσι ευτραφής καθώς είναι και μαντιλοφορούσα, δίνει εύκολο στόχο. Μια κουμπουριά μονάχα, δεν χρειάστηκε δεύτερη. Το φονικό βόλι την «πήρε» πάνω από την κόγχη του δεξιού ματιού, σε μια φορά από τα κάτω προς τα άνω, και έθραυσε τα οστά του κρανίου (είναι ευδιάκριτη η οπή του δημιούργησε η μπάλα, και οι βαθιές ραγισματιές στο σημείο εκείνο). Το τραύμα δεν φαίνεται να ήταν διαμπερές (οι περισσότεροι απ’ όσους καταπιάστηκαν με τη δολοφονία λένε πως το φονικό βόλι σφηνώθηκε στο κεφάλι της Μπουμπουλίνας). Η τρύπα που επιδεικνυόταν από τους Καστριώτηδες, τελευταίους κληρονόμους του σπιτιού και προτελευταίους ιδιοκτήτες, ότι τάχα έγινε από το βόλι, δεν είναι παρά μια στρογγυλή και απόλυτα συμμετρική τρύπα που έχει δημιουργηθεί από το πέσιμο του ρόζου του ξύλουּ τέτοιες στρογγυλές και ισομεγέθεις τρύπες υπάρχουν και σε άλλα σημεία του ταβανιού που παραμένει το αυθεντικό. Η Μπουμπουλίνα γέρνει προς τα πίσω. Τρέχει μια γυναίκα του σπιτιού και την υποβαστάζει. Η ηρωίδα όμως είναι νεκρή, σωριάζεται στο πάτωμα. Πεθαίνει μ’ έναν τόσο άδοξο θάνατο. Εκείνη που αψήφησε τα εχθρικά βόλια, τους μύδρους και τις κανονιές στην πολιορκία του Ναυπλίου, χάνεται από βόλι σπετσιώτικο.
Αυτή, καθώς πιστεύουμε, είναι η αυθεντικότερη εκδοχή, αναφορικά με τις συνθήκες, κάτω από τις οπαίες δολοφονήθηκε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Ωστόσο υπάρχουν και άλλες εκδοχές λιγότερο πειστικές. Εκδοχή δεύτερη: πυροβολήθηκε με τρομπόνι, εμπροσθογεμές κι αυτό, αγχέμαχο όπλο, με κάννη πολύ μεγαλύτερου διαμετρήματος από εκείνο της πιστόλας, που ρίχνει πολλά σφαιρίδια διασκορπιζόμενα. Στα δώδεκα μέτρα η διασπορά του τρομπονιού είναι 50-90 εκ. Αν η Μπουμπουλίνα είχε βληθεί με τρομπόνι, θα είχε πληγωθεί και στο στήθος και ίχνη της βολής θα υπήρχαν στο από μαλτεζόπλακες περβάζι του παραθύρου. Εκδοχή τρίτη, εντελώς αναξιόπιστη: Πυροβολήθηκε έξω από τη μάντρα του σπιτιού, στην είσοδο ή στην ταράτσα κάποιου γειτονικού σπιτιού, με καριοφίλι βραχύκαννο ή τρομπόνι. Πέρα από το γεγονός ότι το πλησιέστερο σπίτι απέχει 20-25 μ., πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι οι Κουτσαίοι δεν είχαν καριοφίλια μαζί τους, δεν πήγαιναν για μάχη, το δε τρομπόνι έχει πολύ μικρό βεληνεκές και πολύ μεγάλη διασπορά, όπως ήδη αναφέρθηκε. Αναφορικά με το πόσοι πυροβολισμοί έπεσαν, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές.
Οι φονιάδες
Οι «γενναίοι παλικαράδες» κι ανάμεσά τους και ο φονιάς, σκορπίζουν μέσα στο σκοτάδι και φεύγουν σιωπηλοί. Η είδηση διαδίδεται αστραπιαία σ’ ολόκληρο το νησί. Την άλλη μέρα τη θάβουν σε οικογενειακό τάφο στον ιδιόκτητο ναό του Αι – Γιάννη (περιοχή Κουνουπίτσας). Οι κόρες της, οι γαμπροί της, τ’ αγόρια της, ο Νικόλαος και ο Ιωάννης, οι συγγενείς της, λαός πολύς. Είναι αυτονόητο ότι ο γιος της Γιώργος Γιάννουζας και η Ευγενία Χριστ. Κούτση δεν παρευρέθησαν στην κηδεία. Οι δυο νέοι στεφανώθηκαν κάμποσο καιρό μετά κι έζησαν, καθ’ όλες τις ενδείξεις, μαζί ως το τέλος της ζωής τους.
Στο μεταξύ «εκείνος που έκανε το κακό» λούφαξε, κρύφτηκε στην ανωνυμία του και στο σκοτεινό λαγούμι των τύψεων – αν είχε τύψεις -, γιατί το ξαναγράφουμε, εκείνο τον καιρό των πολιτικών παθών, η Μπουμπουλίνα, αν και ηρωίδα, αν και αρχόντισσα με μεγάλη προσφορά στον Αγώνα, αν και μάνα νεκρού ήρωα (Γιάννης Γιάννουζας, μάχη του Ξεριά Άργους, Απρίλιος 1821), δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ποιος, λοιπόν, σκότωσε τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα; Από την επομένη κιόλας του φονικού άρχισε μια ατέρμονη εικοτολογία που τροφοδοτήθηκε και από τα Απομνημονεύματα των Φιλελλήνων αγωνιστών του 1821, η οποία κρατάει ως τις μέρες μας. Οι υπόνοιες του απρόσωπου λαού και σιωπηλού παρατηρητή των δρωμένων, εστράφησαν σε τρία πρόσωπα. Στον πατέρα της Ευγενίας Χριστόδουλο I. Κούτση, στον γιο του Ιωάννη, πλοίαρχο του οικογενειακού πλοίου Ηρακλής, και στον ετεροθαλή αδελφό της Μπουμπουλίνας Εμμανουήλ Δημ. Λαζάρου, σκληροτράχηλο πλοιοκτήτη και αγωνιστή του κατά θάλασσαν αγώνα, που είχε μάλιστα συνεργαστεί με την αδελφή του στην πολιορκία του Ναυπλίου και της Μονεμβάσιας.
Ο Χριστόδουλος I. Κούτσης, τη μέρα του φονικού, ήταν άνθρωπος κάποιας ηλικίας, συνομήλικος σχεδόν της Μπουμπουλίνας, αποδεδειγμένα συνετός και συγκρατημένος, αφού οι ίδιοι οι πρόκριτοι των Σπετσών του είχαν αναθέσει υψηλά αξιώματα, δύσκολα επομένως μπορούμε να τον φανταστούμε να σηκώνει τη βαριά πιστόλα του και να πυροβολεί κατά της συμπεθέρας. Εξάλλου ως σκιά μονάχα πλανήθηκε πάνω στο νησί η υποψία ότι αυτός σκότωσε την ηρωίδα.
Η οικογένεια της δολοφονηθείσης έστρεψε τις υποψίες της και την οργή της κατά του Ιωάννη Χριστ. Κούτση, αδελφού της Ευγενίας, δραστήριου καπετάνιου και ναυμάχου (τις μέρες εκείνες βρισκόταν στο νησί, γιατί ο στόλος των Σπετσών αδρανούσε, μπορεί όμως και εξαιτίας του προβλήματος με την αδελφή του). Οι δυο μάλιστα γιοι της Μπουμπουλίνας από τον Δημ. Μπούμπουλη, ο Νικόλαος και ο ανήλικος Ιωάννης, επιτροπευόμενος από τον Χρήστο Τζίμα ή Τσάντα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και την προσπάθεια οργάνωσής του σε ευνομούμενο Κράτος (Κυβερνήτης ο φιλοσπετσιώτης Ιωάννης Καποδίστριας) κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη και στηριζόμενοι στο 16ο ψήφισμα της Δ’ Εθνικής Ελληνικής Συνέλευσης, κατήγγειλαν γραπτώς τον Ιωάννη Χριστ. Κούτση ως δολοφόνο της μητέρας τους. «Οι υποσημειούμενοι εκ Σπετσών Νικόλαος Δ. Μπούμπουλης και ο επίτροπος του μικρού Ιωάννη Μπούμπουλη Χρήστος Τζίμας «Τσάντας», έχοντας διαφοράν μετά τίνος Ιωάννου Χριστοδούλου Κούτζη, όστις κακία φερόμενος εθανάτωσε την Μητέρα μας ονόματι Λασκαρίνα Μπούμπουλη. Φονεύς αποδεδειγμένος τοις πάσι, και έκτης ανοσιουργίας αυτού υποφέραμεν και υποφέρομεν μέχρι τούδε ζημίας αισθαντικάς… Εν Ναυπλίω τη 24 Ιανουαρίου 1830» (Γενικά Αρχεία Κράτους, Υπουργείο Δικαίου, φάκ. 52).
Ο Ιωάννης Κούτσης συλλαμβάνεται
Πράγματι ο Ιωάννης Χριστ. Κούτσης που βρισκόταν τυχαία στο Ναύπλιο (ή είχε μεταβεί σ’ αυτό προκειμένου να αντιμετωπίσει την ως άνω κατηγορία), συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Τρεις μέρες αργότερα (27 Ιαν. 1830) στέλνει αναφορά προς τον Καποδίστρια, με την οποία διαμαρτύρεται για την προφυλάκισή του από την αστυνομία Ναυπλίου ύστερα από διαταγή της ειρηνοδικίας, χωρίς να προηγηθεί δίκη. «Εξοχώτατε! Δεν έπρεπε τάχα και χωρίς της φυλακής να με δοθή η κατηγορία διά να απαντήσω και ούτω να φυλακισθώ; Δεν έπρεπε τάχα κατά το ψήφισμα της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως να θεωρηθή τούτο είτε από επιτροπή, είτε επιτοπίως διά να προτείνω κι εγώ τα ασύγκριτα δικαιολογήματά μου…» (ΓΑΚ, στον ίδιο φάκελο 52).
Την ίδια μέρα ο φερόμενος ως δολοφόνος της Μπουμπουλίνας Ιωάννης Χριστ. Κούτσης, στέλνει και αναφορά προς τη Γραμματεία της Δικαιοσύνης, τονίζοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Σεβαστή του Δικαίου Γραμματεία! Είναι γνωστοί προς την Κυβέρνησιν οι πολύπονοι και πολυκίνδυνοι της οικίας μου αγώνες. Δι’ ο παρακαλώ την Σ. ταύτην Γραμματείαν να διατάξη την ενταύθα ειρηνοδικίαν, να δεθχή έναν αξιόχρεον περί εμού εγγυητήν, ελευθερώνουσά με της φυλακής. Και μ’ όλον ότι αγνοώ όλως διόλου την ψευδή ταύτην κατηγορίαν, μ’ όλον τούτο, δέχομαι να κριθώ μετά των προλεχθέντων Μπουμπουλέων Ιωάννου και Νικολάου… Εάν όμως ισχυρογνωμονούντες επιμένωσιν από παλαιό πάθη κινούμενοι, και συκοφαντούσι με ζητούντες να κριθώμεν επί κριτηρίων, παρακαλώ να μας παραπέμψη εις το Πρωτόκλητον των Δυτικών Σποράδων, το οποίον είναι το τμήμα μας» (ΓΑΚ, Υπουργείο Δικαίου, φάκ. 52).
Η έρευνα στα ΓΑΚ έγινε από τον συγγραφέα του βιβλίου Μπουμπουλίνα κ. Μανουήλ Τοσούλα. Η έρευνα δυστυχώς σταματάει στο σημείο αυτό. Επομένως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν έγινε κάποια δίκη κι αν αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ως δολοφόνος της Μπουμπουλίνας ο Ιωάννης Χριστ. Κούτσης. Πιθανολογούμε πάντως ότι εξαιτίας των δίσεκτων χρόνων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια (Σεπτ. 1831) και της διάλυσης του καποδιστριακού Κράτους, η υπόθεση «θάφτηκε» ή αφέθηκε να ξεχαστεί. Πάντως, το 1834, βρίσκεται ελεύθερος στις Σπέτσες και συνυπογράφει με τον
θείο του Γεωργάκη I. Κούτση το υπ’ αριθ. 1033/8-6-1834 έγγραφο της Μνημονίας (=Συμβολαιογραφείου) της νήσου Τηπαρήνου (=Σπετσών») ως εκπρόσωπος του «γέροντος» πατρός Χριστόδουλου I. Κούτση, που έχει σχέση με τη συνιδιοκτησία του πλοίου «Σαραμώνης» κατά το ένα τέταρτο.
Δίκη που δεν έγινε
Οπωσδήποτε ο Ιωάννης Χριστ. Κούτσης (ο μεγαλύτερος αδελφός της Ευγενίας, οι άλλοι δύο ήταν ανήλικοι), συγκεντρώνει τις περισσότερες υποψίες όλων εκείνων που καταπιάστηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη θλιβερή τούτη ιστορία. Η αξιόπιστη Σωτηρία Αλιμπέρτη, εντούτοις, περιορίζεται σε γενικότητες και αποφεύγει να επικεντρώσει την προσοχή της σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο: «…επηκολούθησεν σφοδρά λογομαχία μεταξύ αυτής, του αδελφού της και των Κουτσαίων εις εξ αυτών επυροβόλησεν την Μπουμπουλίναν, η δε σφαίρα εύρεν αυτήν εις το μέτωπον και την άφησεν άπνουν» (η Αλιμπέρτη εδώ αντιγράφει σχεδόν κατά λέξη τον Χατζηαναργύρου. Παραδόξως οι κατ’ εξοχήν ιστορικοί του νησιού, ο Ανάργυρος Ανδρ. Χατζηαναργύρου, συγγενής των Κούτσηδων εξ αγχιστείας, και ο Αναστάσιος Κων. Ορλάνδος, από τους οποίους αντλεί πολλά στοιχεία η Σωτ. Αλιμπέρτη στη βιογράφηση της ηρωίδας, θέλοντας προφανώς να υπερκεράσουν μια δυσάρεστη ιστορία που δεν τιμούσε καθόλου το νησί, δεν αναφέρονται παρά γενικά και κάπως αόριστα στα της δολοφονίας και, ενώ γνωρίζουν τον δολοφόνο της Μπουμπουλίνας, τον αποκρύπτουν με τη σιωπή τους. Ο Χατζηαναργύρου μάλιστα διστάζει να αποκαλύψει και το όνομα της οικογένειας των Κούτσηδων, εξαιτίας της συγγένειάς του προς αυτούς. Άθελά του ωστόσο «φωτογραφίζει» τον δράστη για κάποιον ο οποίος μπορεί να διαβάζει και κάτω από τις αράδες των βιβλίων. «Το τόλμημα τούτο, όλως ασύνηθες παρά τοις νησιώταις τον καιρόν εκείνον, επίκρανεν τους αδελφούς της νεάνιδος και εζήτησαν ικανοποίησιν παρά του δράστου…».
Κάποιες υπόνοιες εστρέφοντο και εναντίον του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας Μανώλη (η Κακομανώλη) Δημ. Λαζάρου, σύγγαμβρου του Γεωργίου Γιάννουζα. Στηρίχτηκαν σε πληροφορίες δήθεν εμπιστευτικές που έδωσε η Μαριγώ Ορλώφ, «μια γριούλα που ο παππούς της ήταν αδελφός της Μπουμπουλίνας», οι οποίες πήραν τη μορφή της προφορικής παράδοσης ανάμεσα στους Σπετσιώτες και τις οποίες «αξιοποίησε» αργότερα ο ιστορικός Αγγελομάτης στο μελέτημά του «Ιστορικά κτίρια της Ελλάδος».
Συμπέρασμα τελικό της δικής μας έρευνας: Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα δολοφονήθηκε ενωρίς το βράδυ της 22ας Μαΐου 1825 στο σπίτι της Κουνουπίτσας (κληρονομιά από Δημ. Γιάννουζα). Πυροβολήθηκε με πιστόλα από τη βορινή αυλή του κήπου του σπιτιού, όταν προσκληθείσα και προκληθείσα από τον ετεροθαλή αδελφό της και γαμπρό των Κούτσηδων Μανώλη Δημ. Ορλώφ να δώσει εξηγήσεις για την απαγωγή της κόρης του Χριστ. I Κούτση Ευγενίας από τον γιο της Γεώργιο Γιάννουζα, πρόβαλε στο ακραίο αριστερό παράθυρο της βορινής πλευράς του σπιτιού. Τη μοιραία πιστολιά έριξε, πιθανότατα, ο αδελφός της Ευγενίας, ηρωικός παρά ταύτα πλοίαρχος και ναυμάχος, Ιωάννης Χριστ. Κούτσης.
Ιστορικός ερευνητής, Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας,
Μελετητής του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.
«Η δολοφονία της Μπουμπουλίνας», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 367, Ιανουάριος 1999, σελ. 30-37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου