Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Δευτέρας Επιστολής Ρέπουλη το Ανάγνωσμα.

                                             
Δυστυχώς σ αυτό τον τόπο, πάντοτε υπάρχουν " Ανθρωποι ερειπίων"




" Ανθρωποι έρειπίων! Τούς ένοχλεί τό έθνικόν τίμιον, τό ώραίον, τό μεγαλειώδες. Πού άραγε θά έπαναφέρουν τήν Ελλάδα; "




                                         ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣ 

Έπί τού «Ναρκίσσου» 4 Νοεμβρίου — Τετάρτη πρωΐ Έν αναμονή τοϋ Προέδρου. 

Πρέπει λοιπόν νά φύγωμεν! "Εφυγεν ή Ελλάς έπί Βενιζέλου από τάς ταπεινάς πολιτικάς παραδόσεις• έφυγεν άπό τόν προορισμόν τόν όποιον της είχαν τάξη μέχρι τοϋ 1909• έφυγεν άπό τό αίσχος τοϋ 97• έφυγεν άπό τά επάλληλα ραπίσματα Τούρκων καί Βουλγάρων έφυγεν άπό τους χλευασμούς των άλλων λαών έφυγεν άπό τά σύνορα της Άρτης καί τού Τυρνάβου. 
Ήτο πλέον καιρός νά φύγη ό Βενιζέλος άπό τήν Ελλάδα! Τήν έξέτρεψεν άπό τόν παλαιόν της δρόμον τήν έξέβαλεν άπό τά παλαιά της σύνορα• τήν έφερεν εις όδούς άπροσδοκήτου μεγαλείου• τήν ώδήγησε μέχρι τού ν' άναπνέη τόν άέρα της Προποντίδος. Καιρός ν' άναπνεύση πλέον ό ίδιος τόν άέρα της εξορίας... 
Φύγε! Καί ή μνήμη μου φέρεται εις τόν Σεπτέμβριον τοϋ 16. Περίεργος ειρωνεία! Κρυφά καί τότε, κρυφά σχεδόν καί τώρα φεύγομεν. Τότε διά νά σώσωμεν τήν κινδυνεύουσαν Ελλάδα. Τώρα, διότι οχι μόνον τήν έσώσαμεν, άλλά καί τήν έφέραμεν μέχρις Ευξείνου καί Σάρδεων καί Ακροκεραυνίων. Τότε άλαλαγμός χαράς καί ύβρεων ύπό τών μισελευθέρων έναντίον τού Βενιζέλου, ότι τούς άπήλλαξεν άπό τήν παρουσίαν του. Τώρα άλαλαγμός άπειλητικών έπινικείων, άπό τόν όποιον συγκλονεϊται καί άπειλεί πτώσιν όλον τό περίλαμπρον έθνικόν οικοδόμημα της νίκης του, δηλαδή πάν ό,τι κατωρθώθη άπό τοϋ Σεπτεμβρίου έκείνου. 
Ανθρωποι έρειπίων! Τούς ένοχλεΐ τό έθνικόν τίμιον, τό ώραϊον, τό μεγαλειώδες. Πού άραγε θά έπαναφέρουν τήν Ελλάδα; 
Κλείω άνοικτά τά μάτια μου καί άναπολώ τά γενόμενα άπό τού 1909. Τότε έκρήγνυται μία έπανάστασις άπό τήν ψυχήν τού στρατού καί άκολουθεϊ σύσσωμος ό λαός διά τήν τιμήν καί τό μεγαλείον τηςΕλλάδος, καί θάπτονται πολιτικώς υπό τήν καταδίκην τού Πανελληνίου οί λειτουργοί της παλαιάς κομματικής ιδεολογίας. Τώρα εκρήγνυται μία έκλογική θύελλα, πηγάζουσα άπό τήν δυσφορίαν τών στρατευσίμων ιδίως ήλικιών, αυτών εκείνων αϊτινες έμεγάλυναν τήν Ελλάδα, άπειλούσα νά σαρώση όλα τά έκτοτε συντελεσθέντα, καί επαναφέρονται εις τήν έπιφάνειαν όλοι όσοι τότε έσαρώθησαν. Είνε ή άναβίωσις τών πολιτικών νεκρών τοϋ 1909. Καί είνε ή έκδήλωσις της δηλητηριάσεως τού 1915. Πόσον είχα δίκαιον όταν, προκειμένου νά κηρύξωμεν τήν έπιστράτευσιν έκείνην, υπεστήριξα εις τό Ύπουργικόν Συμβούλιον ότι, αν δέν ήθελε συναίνεση τό Στέμμα εις έπίσημον άνακοίνωσιν ταύτόχρονον μέ τό Διάταγμα της έπιστρατεύσεως, ότι σκοπός αύτής ήτο ή άμεσος έπίθεσις κατά της Βουλγαρίας, άν αύτη έκινεΐτο κατά της Συμμάχου Σερβίας, ότι άν δέν έδήλωνε τούτο τό Στέμμα, δέν έπρεπε νά κηρύξωμεν ήμείς ώς Κυβέρνησις έπιστράτευσιν, άλλά νά παραιτηθώμεν, διότι άλλως έπίπτομεν εις τήν παγίδα τού Επιτελείου. Τό όποιον διά τούτον άκριβώς τόν λόγον διά νά προκαλέση δυσφορίαν εις τόν λαόν κατά του Βενιζέλου, ώρισε τότε ώς άναγκαίαν τήν άμεσον πρόσκλησιν ύπερείκοσιν ήλικιών! Πανστρατιάν δηλαδή, ούχί κάν άναγκαίαν καί άμέσως χρήσιμον διά τόν πόλεμον, μολονότι δέν διενοείτο έν ούδεμια περιπτώσει πόλεμον! Υπήρξα κακών προφήτης. 'Αλλ' ε'ίπε κατά τήν έν τή Βουλή πολιτικήν συζήτησιν τού 17 ό Βενιζέλος πώς εύρέθη εις τήν ανάγκην άπένταντι τού Στέμματος νά στέρξη νά κηρύξη τήν έπιστράτευσιν έκείνην, παρά τήν άρνησιν τού Στέμματος όπως γίνη καί ή ζητηθείσα άνακοίνωσις. 
Πού δ' έγώ έστήριζα τήν πεποίθησίν μου ότι έπίπτομεν εις παγίδα, είνε ιστορία ολόκληρος, σειρά έπαλλήλων προηγουμένων γεγονότων, περί ών ές άλλοτε. Καρπός τής έπιστρατεύσεως εκείνης κυρίως, είνε ή έκλογή της 1ης Νοεμβρίου. Ό Βενιζέλος έπερίμενε τότε τήν πολεμικήν όργάνωσιν τής έπιστρατεύσεως. Πόσον δέ ενθουσιώδης ή προσέλευσις τών άδηλητηριάστων άκόμη ανδρών, έμπνευσμένων άπό τήν πίστιν εις έαυτούς καί εις έθνος, καί τήν πίστιν επί τόν Κυβερνήτην αύτοΰ. Άλλά τό Έπιτελεΐον κατεγίνετο εις τήν πολιτικήν όργάνωσιν τών έπιστρατικών συλλόγων. Μετά τόν όρκον πίστεως εις τήν πατρίδα, οί έπίστρατοι κατηχούντο νά ομνύουν όρκον έκδικήσεως έναντίον τοϋ «προδότου!» Μήπως καί διά νά συμπληρωθή ή τοιαύτη κατήχησις καί όργάνωσις καί κορυφωθή ή άγανάκτησις, δεν έκρατήθησαν μετά τήν έπελθούσαν παραίτησιν της Κυβερνήσεως Βενιζέλου επί μήνας καί μήνας υπό τά όπλα, ώστε νά φθάσωμεν νά ΐδωμεν κατόπιν άποστελλομένους τους έπιστράτους εις τάς εστίας των με τό σύνθημα: κάτω ό πόλεμος, κάτω ό προδότης! Πόσον καταχθόνιον τό σχέδιον, καί πόσον δραστική ή συντελεσθείσα ψυχική δηλητηρίασις! Μή δυνάμενοι νά τους χρησιμοποιήσουν κατά των Συμμάχων, τους έχρησιμοποίησαν σατανικώτατα κατά τού Βενιζελισμοϋ. Αποτέλεσμα πρώτον τής έπιστρατεύσεως εκείνης ήσαν τά Νοεμβριανά τοϋ 16. Αποτέλεσμα δεύτερον τά Λαμιακά καί τά Θηβαϊκά καί τά τούτοις όμοια τού 18. Αποτέλεσμα τελευταίον τά πρωτονοεμβριανά τού 20. Καί πανηγυρίζουν τήν άνάστασίν των οί νεκροί τοϋ 1909! Καί άκούω τόν άντιβενιζελικόν τύπον νά κραυγάζη: 
Θρίαμβος! Καί άκούω λαϊκά κύματα ν' αλαλάζουν: Νίκη! Ποιος κατετροπώθη; Ό Βενιζέλος! Δηλαδή ή Μεγάλη Ελλάς! Καί ή βοή των έπινικείων έρχεται ώς βοή καταστροφής, βοή καταρρεούσης μεγάλης οικοδομής, ολέθριου σεισμού βοή! Θεωρείται ώς μία άπό τάς δικαιολογητικάς βάσεις διά τά φιλελεύθερα πολιτεύματα, ότι κανέν άτομον δέν εϊνε σοφώτερον ενός λαοϋ. Διότι ή κατ' άτομα σοφία συγχωνεύεται εις ένιαίαν εις τήν γνώμην ενός λαοϋ, όση δέν χωρεί εις μίαν μόνον κεφαλήν. Φαίνεται όμως, ότι καί κανέν άτομον δέν είνε άγνωμονέστερον καί περισσότερον παράφρον ένός ολοκλήρου λαού. Διότι ή κατ' άτομον άγνωμοσύνη καί παραφροσύνη συγχωνεύεται εις ένιαίαν εις τό ρεύμα ένός πλήθους, όση δέν χωρεί εις καμμίαν κεφαλήν καί συνείδησιν ένός μόνον άτομου. Βέβαια ό άγράμματος έκείνος Αθηναίος, ό θελήσας νά δώση τό όστρακόν του κατά τοϋ Αριστείδου, διότι δέν ήμπορούσε νά τόν άκούη όνομαζόμενον δίκαιον, δέν θά τό έκαμνεν άτομικώς, εάν δέν παρεσύρετο εις τό ρεύμα των συμπολιτών του. Τό όμαδικόν κάμνει καθένα νά μή συλλογίζεται πολύ τήν άτομικήν του εύθύνην, καί ετσι πράττει μέ έλαφράν τήν συνείδησιν! 
Πρέπει λοιπόν νά φύγωμεν! Εις τί άλλωστε θά συνετέλει ή περαιτέρω παρουσία μας παρά εις μεγαλειτέραν έξαψιν τών παθών; Θά έφεύγαμεν κατά παρόμοιον τρόπον, καί άν δέν παρηγγέλλετο εις τόν Βενιζέλον ότι «καλόν θά ήτο νά λείψη δι' ολίγον χρόνον»! Θά έφεύγαμεν, μολονότι όταν έπανήλθομεν ήμείς έκ Θεσσαλονίκης καί εύρέθημεν άπέναντι τόσα παθόντος κατά τά Νοεμβριανά κόσμου φιλελευθέρων πνέοντος έκδίκησιν, ούδέ ή ελαχίστη συνέβη παρεκτροπή, ώστε νά πρέπη νά φοβούμεθα παρόμοια. Θά έφεύγαμεν, διότι άλλως θά έπαθαίναμεν ψυχικήν άσφυξίαν! Μήπως πρόκειται περί απλής πτώσεως ενός κόμματος μόνον; Ώ! αυτό θά ήτο καί άνακουφιστικόν κατόπιν μαρτυρικού κυβερνητικού βίου, μάλιστα δε εις τόν Άρχηγόν μας. Άλλά πού νά μείνης; Εις ποίαν άτμόσφαιραν νά ζής; Μακρυά, μακρυά, μακρυά, ώς που νά συνηθίση τουλάχιστον κάπως ή ψυχή μας εις τήν νέαν κατάστασιν, ώς που νά κατακαθίσουν τουλάχιστον οί άναδιθέντες άτμοί... 
Μακρυά! Μαζί μέ τήν Ελλάδα των ονείρων μας! Ή όποία φεύγει καί αύτή, καί μόνον απομένει ζήτημα πόσον ραγδαίως θά διαλυθή, χρόνου μόνον ζήτημα... Ώς νά έκοιμάτο ή παλαιά Ελλάς τά δέκα αύτά χρόνια, αφότου δηλαδή άνέλαβεν ό Βενιζέλος τήν κυβέρνησίν της, καί έξύπνησεν αίφνης τήν Ιην Νοεμβρίου, καί έπανεύρε τόν εαυτόν της! Τούτο λοιπόν σημαίνουν οί άλαλαγμοί των έπινικείων... Είδατε ποτέ εις τόν ύπνον σας νά πετάτε υψηλά καί νά φοβήσθε μήπως πέσετε; Καί επάνω εις τήν συγκίνησίν σας νά ξυπνάτε, καί νά αίσθανθήτε βαθυτάτην άνακούφισιν ότι εύρίσκεσθε πολύ καλά στερεωμένος είς τό κρεββάτι σας; Ώς νά είχε πάθη παρόμοιον έφιάλτην καί ή πλειονοψηφία τού λαού της παλαιάς Ελλάδος, βλέπουσα νά πετά έως είς τά βουνά τής Ηπείρου, καί τής Σμύρνης, καί τής Κωνσταντινουπόλεως, καί νά προσψαύη μέ τά φτερά της τόν τρούλλον τής 'Άγια-Σοφιάς... καί ιδού έξύπνησε τήν Ιην Νοεμβρίου, καί άνεκουφίσθη, καί άλάλαξεν! Εί'θε ό Θεός νά μή τόν καταδικάση νά έπανευρεθή μίαν ήμέραν είς τό κρεββάτι τό άπό Ταινάρου μέχρι Μελούνας, καί από 'Άρτης μέχρις Ανάφης! 
'Άφες αύτοϊς! Καί φεύγομεν! Φεύγει ό δοξάσας καί τριπλασιάσας τήν Ελλάδα, καί ό λαός πανηγυρίζει έπινίκεια εκείνων οίτινες δέν έπρόλαβαν νά τήν συντρίψουν έξ ολοκλήρου, εύρόντες αύτήν μέχρι τοϋ Νέστου, καί επανέρχονται νά τήν κατακερματίσουν εύρίσκοντες αύτήν είς τά πρόθυρα τής Κωνσταντινουπόλεως!
 Ώρα 1.30' μετά μεσημβρίαν. Επιβιβάζεται τοϋ «Ναρκίσου» ό Πρόεδρος. Κατηρτίσθη ή νέα Κυβέρνησις. Ήρχισε λοιπόν ή Ελλάς νά όπισθοδρομή! Ώρα νά έκκινήσωμεν καί ήμεϊς πρός τό πεπρωμένον μας! 
Καί άποπλέομεν. 
"Εξαφνα βλέπω νά μέ χαιρετά ό πλοίαρχος τοϋ «Ναρκίσσου». Είνε ό ίδιος πλοίαρχος της «Εσπερίας» καπετάν Ηλίας Μακρής, της οποίας ε'ιχομεν έπιβιβασθη τήν νύκτα της 11ης Σεπτεμβρίου 1916 εις τόν Πειραιά διά Κρήτην-Σάμον-Χίον, Μυτιλήνην-Θεσσαλονίκην! Τί ανεξήγητα μοιραία! Ώ, όχι δεν είναι άπλαί συμπτώσεις• τό πιστεύω! — Κύριε πλοίαρχε! Ειχα νά σάς ιδώ από τότε! Τότε μάς επήρατε μέ τήν «Έσπερίαν» δι' ώρισμένον σκοπόν. Έπηγαίναμε νά μεγαλώσουμε τήν Ελλάδα. Ό σκοπός αυτός έτελείωσε, καί τώρα μάς ξαναπαίρνετε. Δέν εχουμε πλέον δουλειά εδώ, δέν εμεινε τόπος γιά μάς! 

Μέ έγκάρδιον χαιρετισμόν

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ένας ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα που γράφτηκε με την ευκαιρία της κηδείας του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗ.

Απόσπασμα από το βιβλίο  "ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗΣ" που εξέδωσε ο Δήμος Κρανιδίου το 2000.

Ένας  ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα από τον δημοσιογράφο Κώστα Αθάνατο πρίν από πρίν από 95 χρόνια!!!

"Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της άρετής."

Υ.Γ. Κάθε παράγραφος βέβαια αυτού του κειμένου είναι για υπογράμιση...



ΕΙΣ ΤΟ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟΝ ΠΑΤΡΙΚΟΝ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΚΡΑΝΙΔΙ,

Πέμπτη 15 Μαίου 1924. 

Ιδού ότι άπό πρωίας σήμερον ευρισκόμεθα εις τό Κρανίδι. Τί είναι τό Κρανίδι; Μήπως είναι ή Θεσσαλονίκη, ό Βόλος, ή Πάτρα, ή Κρήτη — ένα, τέλος πάντων, άπό τά μεγάλα κέντρα μας όπου θά ήτο πολύ φυσικόν νά βρεθή αίφνης κανείς; "Η μήπως είναι ή Σμύρνη, ή Πόλι, τα Δωδεκάνησα — άντικείμενον των εθνικών μας διεκδικήσεων, όπου βέβαια δέν θά παρεξενεύετο κανείς νά ίδή τόν στόλον, τόν στρατόν, τήν δημοσιογραφίαν, τήν Κυβέρνησην, τούς λόγους καί τάς σάλπιγγας; Καί όμως είς τό ταπεινόν καί δύσβατον Κρανίδι συνεκεντρώθη τό σύμπαν σήμερον. Οί υπουργοί καί οι πρωθυπουργοί, οί πρώην πρωθυπουργοί, οί έπίδοξοι πρωθυπουργοί, οί στρατηγοί, οι ρεδιγκότες, τά ψηλά καί τά ήμίψηλα, τά μονόκλ, τά γυαλιά τά γαντζωμένα άπό τ' αύτιά, οι έλληνικούρες, τά γαλλικά, οί μεγαλόσταυροι στά μαξιλαράκια, οι στολές, τά χρυσά, τά σπαθιά, τά πλοία, ό Τσούρτσος μέ τά στέφανα, ή σφριγώσα νεότης καί τά σκουριασμένα γηρατειά, ή άγρυπνία, ή περιπέτεια, τά δάκρυα... 
Είς τό Κρανίδι! Ιδού ή έκδίκησις του Ρέπουλη. Έδώ, σου λέει, θά τσαλακωθήτε μασκαράδες, θά πιαστήτε άπό τ' άγκάθια στό δρόμο, θά σας δείρει ή βροχή, θά πεινάσετε, θά διψάσετε, θά λυώσετε στά πόδια σας, θά ξελαρυγγιστήτε, θά πονέσετε, θά υποφέρετε, θά ταλαιπωρηθήτε, θά τ' άφήσετε όλα σύξυλα καί θάρθητε όλοι νά μέ κηδεύσετε μαζί μέ τά κοντοβράκια καί τίς μαντηλούσες του χωριού. οι έλληνικούρες καί τά γαλλικά σας θ' άνακατωθούν καί θά υποχωρήσουν μέσα στ' άρβανίτικα, οι στολές σας καί τά παράσημα θά είναι τίποτα μέσα στό πλήθος μέ τά κίτρινα τσεμπέρια, καί οί επικήδειοι τού χειρογράφου σας θά πνιγούν στά χωριάτικα μοιρολόγια. Έδώ, στό Κρανίδι. Γιατί, εγώ ήμουν ένας φτωχός καί τίμιος άνθρωπος, κι' αυτό είναι ό μεγαλύτερος τίτλος τής τιμής. Γιατί εγώ, ήμουνα ό καλός, κι' αύτό είναι στόν κόσμο τό σπουδαιότερο. Τήν ώρα πού πεθαίνω, λοιπόν, άδικημένος καί άνυπεράσπιστος, οί όροι μεταστρέφονται καί θά έξιλασθήτε σεις, καί όχι έγώ, άπάνω άπό τό σκαμμένο λάκκο του τάφου μου!... 
Εις τό Κρανίδι, λοιπόν. 'Άν ό νεκρός μετεφέρετο στήν Αθήνα, δεν θά εύρισκεν ούτε μέ τόν θάνατον τήν εύκαιρίαν νά δικαιωθή όσον τού άξιζεν ή μνήμη του. Γι' αύτό, άλλως τε, τού έκαμε κι' ό χάρος τό χατήρι του καί δεν τόν πήρεν ούτε στό πολυθόρυβο Παρίσι νά κηδευθή σαν αριθμός, ούτε καί στήν πρωτεύουσα νά πεθάνη σαν επίσημος. Τόν ειδοποίησε νάρθη στό χωριό του, καί νά τελειώση τη ζωή, καθώς τήν είχεν άρχίση κάποτε, σεμνός καί ώραίος καί άνεπιτήδευτος. 
Νά μάθουμε άλλοτε νά μήν περιφρονούμε τά Κρανίδια μας, οί μάταιοι άνθρωποι. Νά καταλάβουμε ότι τά Κρανίδια τού καθενός μας είναι τό πάν. Τά Κρανίδια, πού μας έβγαλαν δικαιούνται καί νά μας παίρνουν. Τά Κρανίδια, πού αύτά μόνον θά ξαναβγάλουν καί άλλους μιά μέρα σάν κι' εμάς. Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της άρετής. Τ' άλλα όλα, τά χρυσάφια των παρασήμων καί των στολών, τά διαμάντια τών τελετών, τά φωσφορίσματα τοϋ ήλεκτρισμού είναι μηδέν. "Εχουν άξία πολύ πρόσκαιρη, καί ό θάνατος δέν τά καταδέχεται. Τ' άφήνει σέ 'μάς, μαζί μέ τό σαρκασμό του. Θέλετε εύθανασίαν; Φιλοδοξήσατε νά ταφήτε στό Κρανίδι σας. Έκεί θά μετρηθη καί ή ούσία της άξίας σας. Μ' ενα ζύγι χωρίς ψέματα. Όσο δουλέψατε πραγματικά, τόσο θά σάς άποδοθούν καί αί τιμαί. Μέ τήν εύκολίαν τών αύτοκινήτων εις τόν μητροπολιτικόν ναόν τών Αθηνών, τό ξέρω κι' εγώ. Θά σάς γελάσουν καί στό θάνατο οί άνθρωποι, όπως σάς γελούσαν καί στή ζωή, καί πεθαίνοντας θά πιστέψετε άλλη μιά φορά, κακόμοιροι, ότι υπήρξατε κάτι τί, όπως τό πιστεύατε καί όταν ζούσατε... Γιά , ελάτε όμως καί στό Κρανίδι, μιά στιγμή. Νά ιδούμε, πόσοι σάς άκολουθούν. Αύτό θά πή Ρέπουλης — τό λέω γιά σάς όσοι δέν τόν ήξέρατε καί όσοι τόν κατεδικάζατε, ένώ άπλούστατα κατεδικάζατε τόν εαυτόν σας νά μή μάθη ποτέ τήν άλήθεια. 
Ή «Πέργαμος» είναι το ταχύτερον πολεμικόν τού στόλου μας. Καί ό κυβερνήτης του ό κ. Τριανταφυλλίδης, εις τό ναυτικόν μας — λεβεντόπαιδο. Τό άπέδειξαν καί οί δύο σήμερον. Σαϊτα ήταν καί διέσχισε τήν κεντητή κορδέλλα άπό τόν Σαρωνικό έως τόν Αργολικό. Ταξείδι όνειρο. Σαρανταεπτά μίλια μέσα σέ δύο ώρες καί δέκα λεπτά! Ξέρετε τί θά πη αύτό; Νά είναι Μάης, καί οί άπαλοί μαστοί της Τροιζηνίας νά έχουν στρωθή μέ βελούδο, καί ή θάλασσα νά είναι φρεσκοβαμμένη βαθυγάλαζη, καί πίσω στόν έλικα τού τορπιλλικοϋ ό άφρός νά σηκώνη μανιασμένα βουνά, καί νά είναι όλο ξέρες έρημόνησα, καί νά περνούμε όλο άπό υδάτινα στενά, μέ στροφές γοργές, σάν κάτι που φαντάζεται κανείς σέ παραμύθια. Καί τή γραμμή νά μή τήν ξέρη από τους έπιβάτες σχεδόν άλλος κανείς από τόν ύπουργόν των Εσωτερικών, τόν κ. Π. Άραβαντινόν, καί νά μας άποκαλύπτη σέ κάθε πέρασμα κομμάτια σπάνια από τήν Αίγινα, τόν Πόρο, τήν "Υδρα, άπ' όλο έκείνο τό σύμπλεγμα των νεράιδων του κύματος, πού είναι γεμάτο άπό κλέη στήν παληά καί στή νεώτερη ιστορία μας, πού είναι γεμάτο άπό βράχους άπότομους καί άπό άμμουδιές γαλήνιες, άπό τοπία όλοφώτεινα καί γελαστά, άπό λογής- λογής ομορφιές, πού εναλλάσσονται πολυποίκιλα σέ κάθε στροφή. Καί νά φθάνουμε κάποτε στήν Ερμιόνη ολοταχώς. Καί νά καμαρώνουν στίς κορυφές, φρέσκοι σά νά χτίστηκαν χθές, γραμμή οί άνεμόμυλοι οί ολοστρόγγυλοι μέ τά φτερά τους. Καί τά σπιτάκια νάναι στή σειρά, καί ή χωριατοπούλες σκαρφαλωμένες στά ψηλά νά μας άγναντεύουν μέ τήν παλάμη γείσο στά μάτια τους, καί νά βασιλεύη γύρω ή σιωπή βαθειά όπως ό θάνατος, γιά τόν όποίον έθυμηθήκαμε ότι πηγαίναμε... Τό Κρανίδι είναι χτισμένο στόν ψηλότερο λόφο, στήν κορφή, καταμεσίς στή χερσόνησο. Άπό τήν Ερμιόνη, μπροστά στό λιμανάκι της είνε χαραγμένος δρόμος καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα. Περνάει μέσ' άπό άμπέλια βλαστημένα, μέ κάτι κούρβουλα ψηλά, μέ άνάστημα περήφανο πού θά γύρη μεθαύριο άπό τά γλυκά σταφύλια, περνάει άπό χωράφια καί ελαιόδεντρα, άπό νταμάρια, άπό ξεροπόταμα, άπό πλαγιές καί είναι όλο πρασινάδα, γαλήνη καί δροσιά. Τό χωριό τό Κρανίδι είναι καλοχτισμένο καί άπέραντο. Σκαρφαλωμένο στά πέτρινα υψώματα, κι' άπό δεξιά κι' άπό άριστερά, κι' άπό παντού τριγυρισμένο μέ θάλασσα, πού ξεπροβάλλει τούς ορμίσκους της, σέ κάθε βήμα, σέ κάθε μεριά, σάν ζωγραφικό πολύπτυχο, σάν διήγησις εαρινού ονείρου. Οί άντρες του είνε ψηλοί καί μέ χαρακτηριστικά άδρά, όπως κι' εκείνος. "Ενας αδελφός του μάλιστα πού τόν βρίσκουμε συντετριμμένον άπάνω στήν κάσσα —όχι ό Κοσμάς Ρέπουλης, ό δικηγόρος τών Αθηνών, πού ξέρετε— είναι σάν τόν μακαρίτη άπαράλλακτος, μέ τό πλατύ του μέτωπο, μέ τήν κοντυλένια μύτη, μέ τούς άσπρισμένους κροτάφους του. Άπό σπίτι σέ σπίτι, ή μπασιές τών δρόμων έχουν γίνη άψίδες μέ πένθιμα πανιά. Γκλάν-γκλάν άντηχούν τά σήμαντρα. Τά πεζούλια, οί άνηφοριές, ή προεξοχές, καθώς τά σπίτια είναι άταχτα στημένα στίς πετρώδεις πτυχώσεις, είναι γεμάτα άπό μυρμηκιές γυναικόπαιδων, πού έχουν στολιστή μέ τά άρβανίτικά τους φορέματα. Χρειάζεται ώρα πολλή ώς πού νά φθάσωμε στό σπίτι, γιατί τό σπίτι τού Ρέπουλη δέν ήτο άρχοντικό, καί ούτε είχε γίνη πρόβλεψις, ότι θά γινότανε προσκύνημα,κι' ειναι χωσμένο μακρυά κι' απόμερα. Λιέβρ-γαλλικά θά πή λαγός. Λιέπουρης, αρβανίτικα - τό 'ιδιο. Λιέπουρης, λοιπόν ήταν ό πρόγονος, καί Ρέπουλης έγινε σιγά-σιγά μόνο του τό όνομα μέ τήν συνειθισμένην φθογγολογικήν έξέλιξιν. Εις τό πατρογονικόν τού Λιέπουρη είσήλθομεν, διά νά κλαύσωμεν τήν σύγχρονον δόξαν μας που έσυμβόλιζε κάτι άπ' όλους μας μαζί, από τήν προσπάθειάν μας, άπό τό παράπονόν μας, από τήν φιλοδοξίαν μας... Τό σπίτι είναι δίπατο, άπλό. Τό ξύλινο μπαλκόνι του, φαγωμένο, σκεβρωμένο, κατάμαυρο,, έτοιμόρροπο. Δέν βλέπει σέ δρόμο. Δέν υπάρχει στό Κρανίδι ρυμοτομία, ούτε αρχιτεκτονική διάταξις. Ειν' ένα πράγμα παραπολύ περίεργο. Είναι χωριό, αδερφέ. Μπαίνοντας άπό τήν αυλή, δεξιά είναι τό κελάρι. Ανεβαίνουμε καμπόσα σκαλιά. Αριστερά ή «σάλα». Μέ σεντούκια. Τό ταβάνι βαστάζεται μέ καδρόνια προσθετά. Ή εσωτερική σκάλα μάς φέρνει στήν κάμαρά του. Στήν κάμαρα πού γεννήθηκε. Στήν κάμαρα πού άπεσύρετο κυβερνήτης μέ τήν Ελλάδα των πέντε θαλασσών, κάποτε. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά όνειρά του άπό τίνων ήμερων. Στήν κάμαρα πού περιετοίχισε τό βαρύ του παρά- πονον. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά μάτια του. Στήν κάμαρα πού τόν κατησπάσθημεν νεκρόν. Στόν τοίχο ή φωτογραφία μιας χωρικής, σεμνής καί γλυκειάς καί θλιμένης — τό πορτραίτο της μητέρας του. Καί σεντούκια. Στή μέση τό φέρετρον. 'Άλλο, τίποτε. "Ιδε ό Εμμανουήλ Ρέπουλης. Άπό τό άνοιχτό παράθυρο, άπλώνεται κάτω ό κάμπος γαλήνιος όπως καί ή διπλανή του θάλασσα. Μέσ' άπό χτήματα καί περιβόλια καί βραγιές, λουφάζει ενα μικρούλι πάλλευκο χωριό. Όταν ξανακατέβηκα στήν αυλή, κι' έφθανεν ή παπαδαριά μέ τά ξεφτέρια καί οί δεσποτάδες μέ τά άμφια, είδα ενα μικρούλι άνθοστέφανο καμωμένο όλο άπό άγρια λουλούδια τού άγρού. Μιά χάρτινη κορδέλλα έγραφε: «Ή κοινότης Κοιλάδος». Ήσαν άπό έκείνο τό μέρος, πού ειχα ίδη άπό τό παράθυρο. Μπήκα πρός τό χαμώγειο, τό ξεπάτωτο κελάρι δεξιά στήν αύλή. Μιά χωρική έδερνότανε μέ ξέπλεχτα μαλλιά καί έσκουζε, κι' έμοιρολογούσεν άρβανίτικα. Ό κ. Γ. Σταμάτης, ό φίλος μου άπό τά Βίλλια, πρώην βουλευτής, μού εξηγούσε λέξι πρός λέξι τά λόγια της, τή ρίμα της, καθώς ό τόνος ό ρυθμισμένος άπάνω σέ χορικά άρχαίας τραγωδίας σούκανε νά ραγίζη τήν ψυχή άπό σπαραγμό: Κι' άπό τούς χρόνους τούς παληούς, θά βρης Μανώλη έκεί πού πας άνθρώπους πονεμένους πού κάμανε στόν τόπο τους καλό... Τό νεκροταφείο τού Κρανιδιού είναι μακριά καί τριγυρισμένο με κυπαρίσσια. Πολύ τού άρεσε νά πηγαίνη εως έκεί περίπατο. Είχε πάει καί πρό πέντε-εξη ημερών. Κάποια γρηούλα, βουτηγμένη στά μαύρα, τόν συναπάντησε. Κι' έπιάσανε κουβέντα: — Αι, κύρ' Μανωλάκη —τού είπεν— έδώ όλοι μας θά κονέψουμε... Πρίν τόν σφίξη πολύ ή καρδιά του, καί πρίν τούρθη τό αίμα, είδε στόν ύπνο του κάποιο τρομερό όνειρο, καί ξεπετάχτηκε τά μεσάνυχτα: —Καπνούς πολλούς —είπε στούς δικούς του— είδα, καί φοβούμαι, ότι έτελείωσε• δέν πειράζει πού θά πεθάνω, άλλά ήθελα άκόμη κανά- δυό χρόνια γιά κάτι πού λέω νά γράψω• ούτε αύτό... "Ενας κάποιος γνωστός του είχε παντρευτή, κατά την άπουσίαν τού Ρέπουλη στό Παρίσι, κι' ό γάμος δέν πήγε καλά καί ό άνθρωπος έχώρισεν. Όταν ό Ρέπουλης έγύρισε, μεταξύ άλλων του τό διηγήθηκαν κι' αύτό. Εκείνος, πρώτα 'ρώτησε: — Γιατί έχώρισε; Τού είπαν τό καί τό. "Υστερα ξαναρώτησε: — Λοιπόν, γιατί νά παντρευτή; "Ενας τότε του λέει: — Μά, τόν είχατε συμβουλεύση καί σείς νά τό κάμη, μιά φορά όταν σας 'ρώτησε. Καί ό Ρέπουλης, μέ τό πικρό του χαμόγελο: — Ώστε, καί γιά τό διαζύγιον τού Κ... είμαι ύπεύθυνος έγώ!... 

Κώστας Αθάνατος 

Σημείωση: Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», αρ. 801, 17 Μαίου 1924.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗΣ " ΚΕΙΜΕΝΑ" (Επιστολές, Άρθρα Ομιλίες)

                                                                ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Ως Δήμος Κρανιδίου, προχωρήσαμε σε αυτήν την έκδοση για να εκ­πληρώσουμε ένα διπλό χρέος. Πρώτα να αποτίσουμε φόρο τιμής στον εξέχοντα συμπατριώτη μας ικανοποιώντας τη δική του πρόθεση να κα­ταγράψει τα γεγονότα που έζησε. Έπειτα να καλύψουμε, στο μέτρο του δυνατού, το κενό που υπάρχει στη γνώση της ιστορίας του τόπου μας.
Τα γραπτά του Ρέπουλη, σκορπισμένα στις εφημερίδες και τα πρα­κτικά της Βουλής, δεν συγκεντρώθηκαν ποτέ συστηματικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να στερήσει από εμάς τους νεότερους, πολύτιμες μαρ­τυρίες για τα γεγονότα που αναδεικνύουν μέσα από τα συγκεκριμένα κείμενα το πολιτικό και πνευματικό κλίμα της εποχής του.
Οι επιστολές που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό γράφτηκαν στη Γαλλία, όπου έζησε αυτοεξόριστος, μετά την ήττα της Βενιζελικής πα­ράταξης, στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Στάλθηκαν σε φίλο ιδιώτη από το Νοέμβριο του 1920 έως τον Οκτώβριο του 1922. Δημο­σιεύθηκαν για πρώτη φορά σε συνέχειες στο «Ελεύθερο Βήμα» το 1935.
Κατά τη δημοσίευσή τους χωρίστηκαν από την εφημερίδα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, με τίτλο  "Επλανήθημεν" περιγράφει τα γεγονότα μετά από τη συντριπτική εκλογική ήττα αναζητώντας τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Παράλληλα, εκθέτει τις δραματικές φάσεις του έργου που είχε έως τότε επιτελεστεί. Το συναισθηματικό φορτίο είναι βαρύ, η πί­κρα ξεχειλίζει, ενώ συγκλονίζει τον Ρέπουλη η αγωνία για την τύχη της Ελλάδας. Ο θαυμασμός του, η εκτίμηση, αλλά και η πλήρης αποδοχή των πολιτικών σκέψεων και πράξεων του Ελευθερίου Βενιζέλου σ' όλο το έργο του συγγραφέα είναι καταφανής. Η δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Ολοκαυτώματα», απηχεί το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής. Εδώ υπογραμίζονται οι ευθύνες των αρμοδίων (ο ρόλος του στέμματος στην πολιτική κ.ά.), σκιαγραφείται η ψυχοσύνθεση της ελληνικής φυ­λής, ενώ η συμφορά προβάλλει ανάγλυφη, δίχως πραγματικά ν' αφήνει «αδάκρυτο μάτι». Η τρίτη ενότητα, με τίτλο «Από όσα είδα», θα λέ­γαμε ότι είναι εντελώς διαφορετική. Απεικονίζει τις εντυπώσεις του πο­λιτικού, αλλά και του σκεπτόμενου Έλληνα, από τον τόπο της εξορίας
του. Με ύφος ιδιαίτερα γλαφυρό, ο συγγραφέας παρατηρεί, φιλοσοφεί και συγκρίνει με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει στον αναγνώστη το σύγ­χρονο πνεύμα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και να καυτηριάσει τα κα­κώς κείμενα στο γενέθλιο τόπο του.
Μετά τις επιστολές, οι οποίες αποτελούν και το κυρίως σώμα του βι­βλίου, ακολουθεί Α' και Β' Επίμετρο. Στο πρώτο παραθέτουμε δύο άρ­θρα του Εμμανουήλ Ρέπουλη, «Το Κρητικό τουφέκι» και το «Όλυμπος - Καύκασος», που γράφτηκαν το 1916 και δημοσιεύτηκαν για πρώτη φο­ρά στήν «Εστία». Επίσης μια αγόρευση του ίδιου που έγινε κατά την ιστο­ρική συνεδρίαση της Βουλής, στις 12 Αυγούστου 1917, για το πολιτικό ζή­τημα· καθώς και το κείμενο της διαθήκης του. Στο Β' Επίμετρο συμπερι­λαμβάνονται τρία άρθρα του δημοσιογράφου Κώστα Αθάνατου για τον εκλιπόντα και «εις χαρακτηρισμός του» από τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη.
Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, εξέχων πολιτικός και δημοσιογράφος, στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, τίμησε με την παρουσία του το Ελληνικό Κοινοβούλιο και πρωταγωνίστησε στα δραματικά γε­γονότα που συνέβησαν στη χώρα μας κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Έζησε όλη την ένταση, πέθανε νέος, παραπονεμένος μα αξιο­πρεπής, σφραγισμένος από το βάρος της τραγικής εποχής του.
Θεωρούμε ότι μέσα από τις σελίδες αυτές αναδεικνύονται με καθα­ρότητα οι αρετές τόσο του πολιτικού άνδρα, όσο και του πνευματικού ανθρώπου: οξύνοια, εντιμότητα, ρεαλισμός, φιλοσοφική διάθεση, λυρι­σμός, πάθος...
Ο Ρέπουλης, άριστος χειριστής του λόγου, δε ρητορεύει απλά για να γοητεύσει αλλά για να μεταγγίσει ένα κομμάτι της ψυχής του, να αφυ­πνίσει και να παιδαγωγήσει. Προβλήματα πολιτικής δεοντολογίας και ηθικής τάξης, που όχι μόνο στα χρόνια του στάθηκαν κρίσιμα, αλλά ακόμη και σήμερα ανακύπτουν βασανιστικά για την ανθρωπότητα, πι­στεύουμε ότι σημασιοδοτούν την αξία αυτού του βιβλίου, κάνοντάς το επίκαιρο και διαχρονικό.
Υπάρχουν συναρτήσεις γεγονότων που πολύ συχνά επαναλαμβάνο­νται με μικρές στην επιφάνειά τους παραλλαγές. Μερικές τέτοιες συ­ναρτήσεις της δικής μας εποχής συναντούμε σε μια καθαρότατη μορφή στην ιστορία των αρχών του αιώνα. Ο κάθε στοχαστικός αναγνώστης κρίνει και συγκρίνει πρόσωπα, ήθη και πολιτικές συμπεριφορές. Ο λό­γος, λοιπόν, και το ήθος του Ρέπουλη αποτελούν κριτήρια για τον πα­ντοτινό άνθρωπο και βασικός μας στόχος, εκδίδοντας αυτό το βιβλίο, είναι να τα προσφέρουμε ως αντίδωρο.

Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα θα θέλαμε να ευχαριστή­σουμε ιδιαίτερα τον κ. Γεώργιο Αρανίτη, ο οποίος ευγενικά μας παρα­χώρησε τα κιτρινισμένα φύλλα των εφημερίδων με τις δημοσιευμένες επιστολές, την κ. Μαρία Λιώση για τη βοήθεια της στη συγκέντρωση περισσότερων στοιχείων, την κ. Νίχλου, εκπρόσωπο του ιδρύματος «Ελευθέριος Βενιζέλος - Λέσχη Φιλελευθέρων» για τη γενναιόδωρη συ­νεργασία της και τη βιβλιοθήκη της Παλαιάς Βουλής για τις διευκο­λύνσεις που μας παρείχε. Επίσης τις θερμές μας ευχαριστίες στην κ. Λενέτα Στράνη, συγγραφέα, για την έρευνα και συγκέντρωση υλικού, την επιμέλεια και τη γενικότερη αισθητική φροντίδα της έκδοσης.
Κρανίδι 2000                                     Δημήτρης Καμιζης
                                                                
                                                                 Δήμαρχος 

  
  


Από την παρουσίαση του βιβλίου στους Δημότες του Δήμου 

Κρανιδίου που έγινε στην πλατεία "ΗΡΩΩΝ"